Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

To αμάρτημα της μητρός μου



ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ :To αμάρτημα της μητρός μου

            Αφηγηματικές τεχνικές

            Ο αφηγητής είναι δραματοποιημένος, ομοδιηγητικός. Στην 1η σκηνή (σπίτι) είναι κρυμμένος πίσω από το «εμείς» , μιλά ως εκπρόσωπος των αδελφών και σπάνια βγαίνει από το εμείς στο α’ ενικό (ενθυμούμαι). Στην 2η σκηνή → μετάβαση στην εκκλησία κυριαρχεί το α’ ενικό πρόσωπο καθώς αυτός είναι τώρα ο πρωταγωνιστής μαζί με τη μητέρα, ενώ στο επίκεντρο της προσοχής βρίσκεται πάντα η Αννιώ. Συμπρωταγωνιστικό ρόλο έχει  ως το τέλος χωρίς να είναι πάντα προνομιακός φορέας της αφήγησης, αφού στην σκηνή της εξομολόγησης του αμαρτήματος δίνει το λόγο στη μητέρα, για να εκθέσει τη δική της εκδοχή,στη δική της γλώσσα, με τον ιδιαίτερο τρόπο της και στο τέλος παραιτείται από το λόγο [και εγώ εσιώπησα].
            Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αυτοβιογραφικό στοιχείο, τομή για την πεζογραφία της εποχής, κάνει πιο αυθεντική, πιο αληθινή και πειστική την αφήγηση βιωμάτων, συναισθημάτων και προσδίδει αμεσότητα, ζωντάνια και παραστατικότητα.
            Η οπτική γωνία παρουσιάζει εσωτερική εστίαση λόγω του αυτοβιογραφικού και βιωματικού χαρακτήρα του διηγήματος. Ωστόσο η οπτική γωνία είναι ιδιάζουσα και δυαδική γιατί α) η ιστορία δίνεται μέσα από την περιορισμένη προοπτική του αφηγητή-πρωταγωνιστή. Ο μικρός Γιωργής βρίσκεται σε πλάνη-άγνοια και δε γνωρίζει τι πραγματικά συμβαίνει με τη μητέρα του και γιατί παραμελεί τόσο πολύ αυτόν και τα αδέρφια του. Παρόλο που η αφήγηση είναι μεταγενέστερη από έναν ώριμο αφηγητή η εστίαση τείνει, μέχρι και την πρώτη υιοθεσία, να γίνει συγχρονική, σαν να αφηγείται δηλαδή ο μικρός Γιωργής με αποτέλεσμα να συμμεριζόμαστε τους φόβους, τις αγωνίες, τις ανησυχίες και τις απορίες μιας παιδικής συνείδησης.
            β) η αρχικά περιορισμένη οπτική γωνία του αφηγητή μεταβάλλεται ωστόσο και οι ισορροπίες αλλάζουν καθώς από την άγνοια φτάνει στην γνώση, λύνονται οι απορίες και τα αινίγματα.
            γ) βέβαια σε αρκετά σημεία είναι εμφανής η διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή που αφηγείται την ιστορία και στον τρόπο που βιώνει τις καταστάσεις η παιδική του συνείδηση:
            σελ 126: «Ενθυμούμαι τους μαύρους και μεγάλους αυτής οφθαλμούς…»
            σελ 131: «Ενθυμούμαι ακόμη οποίαν εντύπωσιν…»
            σελ 136: «Δεν ησθανόμην ο ανόητος ότι τοιουτοτρόπως …»
            σελ 152: «Τώρα μου ηνοίγησαν οι οφθαλμοί…»
            Αλλά και  όπου επικρίνει τις προλήψεις και δεισιδαιμονίες της εποχής είναι εμφανές ότι αυτό ανήκει  στον ώριμο, μορφωμένο και καλλιεργημένο αφηγητή.
  Όμως, ενώ η οπτική γωνία του αφηγητή μεταβάλλεται[Αρχικά με επίμονες διαβεβαιώσιςς υποστηρίζει ότι αυτός και τα’ αδέλφια του δε ζήλευαν (σελ.336, σχόλια βιβλίου). Το παράπονο διαφαίνεται με μορφή ερώτησης (σελ. 128 :ποιος μας έτρεφε;) ομολογείται η στέρηση της μητρικής στοργής με το άκουσμα της προσευχής της μητέρας (σελ. 133), με την προσευχή εκδίκηση στο σπίτι 9σελ.136) ακυρώνει την ευχή της μητέρας. Η ζήλεια εκδηλώνεται με την αναφορά στις περιποιήσεις της μητέρας στην υιοθετημένη κόρη(σελ.140).Η αυτοθυσία της μητέρας να σώσει στο ποτάμι το μικρό Γιωργή τον κάνει να πιστέψει ότι έχει μερίδιο από την αγάπη της μάνας και τέλος η εξομολόγηση του αμαρτήματος λύνει τις απορίες και τα αινίγματα και ερμηνεύει την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της ], η οπτική γωνία της μητέρας παραμένει αμετάβλητη, γιατί αυτή γνωρίζει το αμάρτημα που διέπραξε και δεν μπορεί να απαλλαγεί από τις τύψεις και τις ενοχές,  αν και την πληγώνει που βλέπει το Γιωργή να πεθαίνει από τη ζήλεια του και να αισθάνεται το «αδικημένο της»
Έτσι ο αφηγητής πρόσωπο του Βιζυηνού είναι παρών μέσα στην αφήγηση ,είναι αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, μιλά για συμβάντα οικογενειακά ποτέ όμως δεν είναι ο μοναδικός πρωταγωνιστής. Απέχει ασφαλώς και από τον αφηγητή παντογνώστη καθώς στην περίπτωση αυτή ο αφηγητής θα ήταν απών από την αφήγηση και θα αφηγούνταν σε τρίτο πρόσωπο. Ο αφηγητής βρίσκεται σε πλάνη αναφορικά με την πραγματικότητα, προχωρεί στην αλήθεια με διαδοχικές προσεγγίσεις και σταδιακά καλύπτονται τα πληροφοριακά του κενά σχετικά με την ανεξήγητη συμπεριφορά της μητέρας. Ο αφηγητής δεν είναι προνομιακός φορέας της αφήγησης, γιατί δίνει το λόγο και στα αλλά πρόσωπα να μιλήσουν με εκτενείς αποκαλυπτικούς μονολόγους (μητέρα) και άλλοτε με σύντομους διαλόγους(Αννιώ, Γύφτος κουρέας)
Χαρακτηριστική εξάλλου είναι η πρώτη και η τελευταία φράση του διηγήματος :αρχίζει να μιλά ως συλλογικό οικογενειακό φερέφωνο «άλλην αδελφήν δεν είχομεν» και τελειώνει με την προσωπική παραίτηση από το λόγο (και εγώ εσιώπησα)
Τα «Αμάρτημα της μητρός μου» αφηγείται ένα παλιό επεισόδιο που εκτείνεται σε 28 έτη αλλά η αφήγηση δεν είναι ευθύγραμμη στο παρελθόν. Μέχρι και την πρώτη υιοθεσία δεν έχουμε πολλές αναχρονίες, είναι σχεδόν ευθύγραμμη εκτός από την αναδρομική αφήγηση της σύνθεσης του μοιρολογιού και την προσήμανση του αμαρτήματος στην προσευχή της μητέρας στην εκκλησία  ‘’ενθυμήθηκες την αμαρτία μου’
Μετά την 1η υιοθεσία όμως και την παραμονή του αφηγητή στο εξωτερικό για πολλά έτη, ο χρόνος παρουσιάζει ασυνέχειες: Αναδρομικές αφηγήσεις και αναδιηγήσεις όπως η 2η υιοθεσία (αναδιήγηση), οι ανησυχίες της  μητέρας για τις φήμες που κυκλοφορούσαν εις βάρος του (αναδιήγηση), η σκηνή στο ποτάμι (αυθεντική), η εγκιβωτισμένη αναδρομική αφήγηση της μητέρας :εθιμικό του γάμου – αμάρτημα.
Με τις αναδρομικές αφηγήσεις μπορεί να  έχουμε επιβράδυνση του χρόνου της αφήγησης αλλά είναι απαραίτητες καθώς έτσι φωτίζεται καλύτερα το προφίλ της μητέρας , αποκαλύπτεται η αλήθεια και μεταβαίνει ο αφηγητής από την άγνοια στη γνώση.
Με την τεχνική αυτή (αναδρομές προσημάνσεις)κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και διατηρεί παράλληλα και το μυστήριο στη στάση της μητέρας , που προσημαίνεται στον τίτλο του διηγήματος , προωθείται η εξέλιξη της ιστορίας, η πλοκή και ερμηνεύονται στάσεις και συμπεριφορές. 
Παπακώστα Τριανταφυλλιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: