Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

Γιώργος Ιωάννου, Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς



ANΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΥΡΜΠΕΤΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΛΥΚΕΙΟ ΜΟΥΔΑΝΙΩΝ

Γιώργος Ιωάννου, Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς
(από τη συλλογή διηγημάτων Για ένα Φιλότιμο, 1964)


Δομή του πεζογραφήματος: Η αφήγηση διαρθρώνεται γύρω από δύο βασικούς άξονες, α) η σύνδεση του συγγραφέα – αφηγητή με τους πρόσφυγες και η ιδιαίτερη οικειότητα που νιώθει για αυτούς λόγω της δικής του προσφυγικής καταγωγής, β) η βίωση της μοναξιάς του αφηγητή από τη ζωή του στη μεγαλούπολη, η αποκοπή από τους γύρω του, η απομάκρυνσή του από τον τόπο καταγωγής του και το περιβάλλον του.
Ο Ιωάννου στρέφεται στην περιγραφή του κοινωνικού περιβάλλοντος ψυχογραφώντας τους ήρωές του, οι οποίοι κινούνται στη μικροαστική κοινωνία της δεκαετίας του 1960. Τα κείμενα του τα ονομάζει πεζογραφήματα, μικρές δηλαδή συνθέσεις που βρίσκονται μεταξύ δοκιμίου, αφηγήματος και προσωπικού ημερολογίου. Ο αφηγητής δίδει την εντύπωση ενός ενοχικού ανθρώπου που απολογείται, χωρίς να του έχει απαγγελθεί κατηγορία. Τέλος υπερασπίζεται την εργατική τάξη και την ταπεινή καταγωγή του, ενώ θεωρεί πλάνη την αστική τάξη.  

«Στέκομαι και κοιτάζω (σ.247)… είναι διαπίστωση (σ.248)»

Θεματική αφόρμηση του πεζογραφήματος είναι τα παιδιά που παίζουν μπάλα σε μια προσφυγική γειτονιά μπροστά σε ένα καφενείο στο οποίο ο αφηγητής κάθεται.

Ο συγγραφέας - αφηγητής αποτελεί το μοναδικό δρών πρόσωπο του πεζογραφήματος ο οποίος παρατηρεί τους ανθρώπους.

Η αφήγηση ξεκινά με έναν απροσδόκητο τρόπο, μια εικόνα καθημερινή παιδιών που παίζουν μπάλα, γεγονός που εντάσσει ομαλά τον αναγνώστη στο χώρο και το χρόνο της αφήγησης.

Ο χρόνος: αργά το μεσημέρι, την ώρα που οι άνθρωποι του μόχθου επιστρέφουν από τη δουλειά (ο χρόνος δίδεται με υπαινικτικό τρόπο). Η πορεία της αφήγησης είναι ευθύγραμμη, με αφορμή το παρόν παρουσιάζονται οι σκέψεις και τα συναισθήματά του. Ο Ενεστώτας βοηθά στο να επιδειχθεί ο βιωματικός χαρακτήρας της αφήγησης με μεγαλύτερη πληρότητα.

Ο χώρος: ένα συγκεκριμένο καφενείο («ορισμένο»), ένας οικείος χώρος του αφηγητή σε ένα προσφυγικό συνοικισμό της Θεσσαλονίκης (χωρίς να αναφέρεται ρητά η πόλη). Η πόλη δεν κατονομάζεται δημιουργώντας μια αοριστία που επενδύει την αφήγηση, λειτουργεί επομένως ως σύμβολο κάθε πόλης που δέχθηκε πληθυσμούς προσφύγων. Αποτελεί και γενέθλια πόλη του συγγραφέα, η οποία άσκησε καταλυτική επίδραση επάνω του, καταλήγοντας να γίνει το μόνιμο σημείο αναφοράς των έργων του και το διαρκές σκηνικό – αφετηρία της μυθοπλασίας του.

Σα φωτογράφος στήνει το σκηνικό του (επίδραση από την τέχνη του κινηματογράφου) και τα πλάνα του, εστιάζει και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Με την τεχνική του συνειρμού από τα παιδιά ανακαλεί συνειρμικά στη μνήμη του τους πρόσφυγες γονείς τους. Η πλοκή είναι χαλαρή και με αφορμή τη σκηνή του καφενείου ο συγγραφέας παρακολουθεί όσα γίνονται γύρω του κάνοντας διάφορες σκέψεις ή παρατηρήσεις για όσα βλέπει.

Η αναφορά στους ενήλικες πρόσφυγες γίνεται με την τεχνική των συγκρίσεων (αντιθετική παρουσίαση). Από τις τρεις συγκρίσεις οι δύο είναι απόλυτες, απουσιάζει δηλαδή ο β΄ όρος σύγκρισης («είναι πιο αληθινοί», «μου φαίνονται πιο γνήσιοι»), ενώ στην τρίτη σύγκριση ο β΄ όρος υπάρχει («διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από τους διεσπαρμένους»). Οι πρόσφυγες, εργάτες οι περισσότεροι, είναι δεύτερης γενιάς με γενέτειρα τη Θεσσαλονίκη. Η βασική διάφορα είναι ότι μεγάλωσαν σε αμιγώς προσφυγικούς συνοικισμούς σε αντίθεση με τους «διεσπαρμένους». Διατήρησαν έτσι ακέραιο το δεσμό τους με την παράδοση χωρίς να διαρρήξουν τη σύνδεση τους με το παρελθόν, είναι περισσότερο αυθεντικοί στον οικείο τους χώρο, τον συνοικισμό. Η άποψη βέβαια αυτή του αφηγητή είναι απόλυτα υποκειμενική  και δηλώνεται με τα ρήματα «φαίνονται», «δίνουν την εντύπωση» και τη χρήση της προσωπικής αντωνυμίας α΄ προσώπου «μου».

Ο αφηγητής – συγγραφέας εντοπίζει τη διαφορά των προσφύγων που διατήρησαν τα στοιχεία της ιδιαιτερότητας τους από τους υπολοίπους που διασκορπίστηκαν και έχασαν τη γνησιότητά τους σε δύο βασικές ιδιότητες: τη ράτσα και την ψυχή. Η λέξη «ράτσα» υποδηλώνει τη φυλή, τη γενιά και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα ανθρώπων που έχουν κοινή καταγωγή: το χρώμα του δέρματος, τη γλώσσα (ιδιόλεκτο), εξωτερική εμφάνιση, θρησκεία, παραδοσιακές συνήθειες («γραμμή κορμιού, ομιλία, μελαχρινάδα, φωνές»). Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ρατσιστικές αντιλήψεις (ανωτερότητα ομάδων) αλλά μόνο σε μια περιγραφική διάκριση των ανθρώπων. Η λέξη «ψυχή» παραπέμπει στα εσωτερικά γνωρίσματα των ανθρώπων: στον εσωτερικό κόσμο, στο πολιτισμό τους (κουλτούρα), την ξεχωριστή ψυχοσύνθεση τους, στο φρόνιμα και την ιδιαίτερη συμπεριφορά τους.

Ο συγγραφέας αναμειγνύει το αόριστο και το συγκεκριμένο. Ενώ χρησιμοποιεί εκφράσεις συγκεκριμένες όπως: «ορισμένο καφενείο», «εδώ σ’ αυτή την πόλη», «όταν τους βλέπω εδώ», «από μας τους διεσπαρμένους», δεν κατονομάζει τα πράγματα, αντίθετα χρησιμοποιεί την τεχνική της γενίκευσης δίνοντας την εντύπωση ότι όλα αυτά για τα οποία κάνει λόγο θα μπορούσαν να συμβούν σε οποιοδήποτε χώρο και με οποιουσδήποτε ανθρώπους.

Ο συγγραφέας επίσης χρησιμοποιεί την τεχνική της αυτοαναφορικότητας, αφηγείται δηλαδή σε πρώτο γραμματικό πρόσωπο και χρησιμοποιεί αυτοβιογραφικά στοιχεία για να δώσει την εντύπωση στον αναγνώστη ότι αφηγητής και συγγραφέας ταυτίζονται. Τα στοιχεία αυτά είναι: α) η συνήθεια να συχνάζει στο ίδιο καφενείο με τους πρόσφυγες του συνοικισμού, β) η γέννηση του στην ίδια πόλη, τη Θεσσαλονίκη, γ) είναι ένας από τους «διασπαρμένους» πρόσφυγες, έξω από τους προσφυγικούς συνοικισμούς, δ) η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η χρήση προσωπικών αντωνυμιών, ε) ο εξομολογητικός τόνος της αφήγησης και η έκφραση έντονων προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων.

Στην δεύτερη και τρίτη παράγραφο («Η αλήθεια πάντως …διαπίστωση») επινοεί ένα έξυπνο λογοτεχνικό εύρημα – τέχνασμα παρουσιάζοντας τον εαυτό του να διαθέτει μια ξεχωριστή ικανότητα στο να παρατηρεί σε βάθος και να διακρίνει τη διαφορετικότητα κάθε προσφυγικής ομάδας ( τεχνική της διάκρισης ανάμεσα στις διαφορετικές προσφυγικές ομάδες). Έτσι η αναφορά στις ομάδες αυτές γίνεται με ιδιαίτερη μαεστρία, χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη μπροστά από τα μάτια του οποίου παρελαύνουν όλες οι προσφυγικές φυλές. Ξεκινά την αναφορά του με τους Πόντιους, την πιο μεγάλη σε πληθυσμό μερίδα προσφύγων από αυτές που εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη και την πιο εύκολα αντιληπτή. Στη αναφορά του στους πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη (μέσα και γύρω) παρατηρούμε μια λεπτή ειρωνεία στον ισχυρισμό τους ότι όλοι κατάγονται μέσα από το κέντρο της Κων/πόλης. Στο «μπέρδεμα» Θρακιωτών και προσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία διαπιστώνουμε έναν υπαινιγμό  («ίσως εγώ να την έχω συνηθίσει») για τον ίδιο και την οικογένειά του, που καταγόταν από την Ανατολική Θράκη. Με την απαρίθμηση όλων αυτών των προσφυγικών ομάδων  ο συγγραφέας – αφηγητής αγκαλιάζει όλους τους ξεριζωμένους Έλληνες και νιώθει αλληλέγγυος με αυτούς, συμμετέχει έτσι συναισθηματικά σε όσα αφηγείται. Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι το έργο του Ιωάννου χαρακτηρίζεται από έντονη παρατηρητικότητα και έμμονη στη λεπτομέρεια. Μάλιστα ο Άρης Δρακόπουλος αναφέρει: «Η παρατήρηση είναι ένα άλλο μέσον του αφηγητή. Με την παρατήρηση το πεζογράφημα παίρνει τη μορφή της αφήγησης του συγκεκριμένου».

Τέλος χρησιμοποιεί τρεις φορές το ρήμα «μπερδεύω» («ευκολότερα μπερδεύονται», «μπερδεύονται», «όταν τους μπερδεύουν»). Το συγκεκριμένο ρήμα παραπέμπει  στην ανάμειξη πολλών και διαφορετικών στοιχείων ανάμεσα σε προσφυγικές ομάδες που μοιράστηκαν έναν κοινό χώρο στην πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη. Το ανακάτεμα αυτό οδηγεί τελικά στην αφομοίωση τους γεγονός που προκαλεί δυσκολία στον αφηγητή παρ΄ όλη την εξάσκησή του στο διαχωρισμό των ομάδων. Το «μπέρδεμα» αυτό δεν τον οδηγεί σε σφάλμα τελικά αλλά σε διαπιστώσεις κάθε είδους (που αφορούν προφανώς την αφομοίωση των προσφύγων και την ανάμειξη των χαρακτηριστικών τους).   


Αφηγηματικές τεχνικές: πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο αφηγητής παρακολουθεί από κοντά όσα εξιστορεί (« Στέκομαι και κοιτάζω»). Αφηγητής  - πρωταγωνιστής και δραματοποιημένος, ομοδιηγητική αφήγηση. Η αφήγηση επίσης είναι μονοεστιακή – μονομερής διότι τα πάντα δίδονται από την οπτική γωνία του αφηγητή. Εκτός από την αφήγηση υπάρχει περιγραφή και σχόλια.

Γλώσσα – Ύφος – Εκφραστικά μέσα: Η γλώσσα είναι απλή, καθημερινή, χωρίς επιτήδευση. Επιδιώκει να αποδώσει με ακρίβεια και αντικειμενικότητα λέξεις με πολύ λεπτές μεταξύ τους εννοιολογικές διαφορές, όπως η «φυλή», η «ράτσα», η «ψυχή». Χρησιμοποιεί μικροπερίοδο λόγο, με λίγες δευτερεύουσες προτάσεις και πολλές κύριες. Υπάρχει σε αρκετά σημεία αντιθετική διατύπωση («κι όμως»). Το ύφος είναι ανεπιτήδευτο και εξομολογητικό. Παρά ταύτα ελέγχει τα συναισθήματά του, δε γίνεται μελοδραματικός ούτε χρησιμοποιεί κορόνες πατριωτισμού. Ως εκφραστικά μέσα χρησιμοποιεί τη μεταφορά, επιθετικούς προσδιορισμούς, επιρρήματα και εικόνες (οπτικές, κίνησης και ακουστικές). 



«Κι όμως πόση συγκίνηση… να ήταν έτσι η αλήθεια» (σελ. 248)

      Ο Ιωάννου σε μια κατάθεση ψυχής, με τη χρήση εσωτερικού μονολόγου, τονίζει τα συναισθήματα που βιώνει όταν βρίσκεται στον ίδιο χώρο με τους πρόσφυγες, γεγονός που του δημιουργεί συγκίνηση και ενθουσιασμό. Νιώθει κοινωνός μια ξεχωριστής τύχης: να έλκει την καταγωγή του μαζί με τους άλλους πρόσφυγες από λαούς αρχαίους. Νιώθει το κοινό αίμα τόσων λαών, που στο πέρασμα των αιώνων αφομοιώθηκαν με τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, να κυλά και στις δικές του φλέβες. Ο συγγραφέας – αφηγητής νιώθει ότι, αν και έχει ριζώσει στο χώρο που γεννήθηκε, έλκεται από την ακατανίκητη γοητεία για την πατρίδα των προγόνων του και διακατέχεται από έντονη νοσταλγία να επιστρέψει (νόστος) στο παρελθόν του, στις απαρχές της γενιάς του.
      Η έννοια της πατρίδας αντιπροσωπεύει σήμερα: α) τον τόπο στον οποίο ο καθένας γεννήθηκε και μεγάλωσε και β) τη χώρα στην οποία ζούμε με άτομα με τα οποία βιώνουμε κοινούς δεσμούς, βιολογικούς, κοινωνικούς, πολιτισμικούς και ιστορικούς. Όμως για το παιδί ενός πρόσφυγα η συνείδηση της προέλευσης και της ιστορικής καταγωγής των προγόνων του έχει ιδιαίτερη σημασία, νιώθει μια ακατανίκητη έλξη και έναν διαρκή πόθο για την προγονική γη. Οι απόγονοι των προσφύγων χωρίς να έχουν γνωρίσει ποτέ τον τόπο προέλευσης των γονιών τους, τον νοσταλγούν και τον αντιλαμβάνονται ως γενέθλιο χώρο, μια μακρινή πατρίδα που τους τραβά σα μαγνήτης.
      Με τη μεταφορική και ιδιωματική (λαϊκή) φράση «Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει» δηλώνονται οι άρρηκτοι δεσμοί αίματος, σχεδόν βιολογικοί, που αποτελούν την εσωτερική φωνή του νόστου στον αρχικό χώρο ζωής των προγόνων. Με τη φράση αυτή τονίζεται η συναισθηματική φόρτιση (συγκίνηση) του συγγραφέα – αφηγητή από τον συγχρωτισμό του με τους ανθρώπους της ίδιας με εκείνον καταγωγής  με τους οποίους καλείται να στεριώσει στο νέο τόπο.
     Πίσω από τις ονομασίες των αρχαίων λαών (Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες, Λυδοί) κρύβονται πολιτιστικές ρίζες αιώνων, μνήμες ζωντανές που μεταφέρουν τους μυημένους στις απαρχές της ιστορίας και του πολιτισμού της ανθρωπότητας. Λαοί που στο βάθος της ιστορίας αναπτύχθηκαν στον ίδιο ζωτικό χώρο της Μικράς Ασίας και Θράκης και «ζυμώθηκαν» με τους Έλληνες. Ο Ιωάννου είχε έντονα ανθρωπολογικά και φιλολογικά ενδιαφέροντα, κατείχε σε βάθος τη γνώση της ιστορίας αυτών των λαών, της πορείας του στο χρόνο και του ρόλου τους στη διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι.
     Τέλος διατυπώνει μια υπόθεση που ισοδυναμεί με επιθυμία – ευχή μέσα από αποφατική διατύπωση («Κι αν ακόμη δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια») δηλώνοντας την υποκειμενικότητα της σκέψης του. Ακόμη κι αν έχει κάνει λάθος και η ιστορική πραγματικότητα είναι διαφορετική, δεν διστάζει να δηλώσει την επιθυμία του πως θέλει την αλήθεια να συνδέει όλους αυτούς τους λαούς με τους πρόσφυγες.


 «Κι όμως…Πολύ αργά, νομίζω» (σελ. 248)

    Ο συγγραφέας – αφηγητής χρησιμοποιεί την τεχνική του απροσδόκητου, ξεκινά δηλαδή την αφήγηση απροσδόκητα, χωρίς προηγούμενο σχόλιο ή επεξήγηση σχετικά με το τι πρόκειται να εκθέσει, δίδεται ένα νέο στοιχείο για το οποίο ο αναγνώστης δεν έχει ακούσει κάτι. Η μετάβαση στο νέο στοιχείο γίνεται με φυσικό τρόπο, σαν να γνωρίζει ο αναγνώστης περί τίνος πρόκειται, στην πραγματικότητα όμως αιφνιδιάζεται από την απότομη μεταστροφή.
    Ξεκινά με μια αντιθετική διατύπωση («Κι όμως»), προετοιμάζει έτσι τη διαφοροποίηση από τα προηγούμενα. Στην συνέχεια περνά στην έκφραση του αποτροπιασμού του και της οργής της για την εξουσία («εγκληματίες γραφείων») που έσπειρε διχόνοια στους πρόσφυγες. Πρόκειται για μια μικρή παρέκβαση φορτισμένη με έντονο συναισθηματικό λόγο. Το ύφος του είναι καυστικό και δηκτικό, υπάρχει έντονη ειρωνεία και σαρκασμός. Δεν κατονομάζει τους «εγκληματίες», αντίθετα βάλλει κατά εκείνων που «έχουν κάνει το παν» με έντονη απροσδιοριστία. Χρησιμοποιεί λέξεις σκληρές και αντιποιητικές για να δείξει την οργή του προς τους εκμεταλλευτές των προσφύγων, την απομάκρυνσή των προσφύγων από το γηγενή πληθυσμό, τον διχασμό και την αλλοτρίωση. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η αντίδραση των προσφύγων και η προσπάθεια των κυβερνόντων για εκδίωξη τους με τη λύση της μετανάστευσης.
     Οι «εγκληματίες» πιθανόν να ήταν οι γραφειοκρατικές υπηρεσίες που με τη συμπεριφορά τους δημιουργούσαν κωλύματα στην ενσωμάτωση των προσφύγων με το γηγενή πληθυσμό. Άλλωστε υπήρχε έντονη διάσταση μεταξύ προσφύγων και γηγενών στο χώρο της εργασίας γιατί τα άφθονα εργατικά χέρια των προσφύγων συμπίεζαν προς τα κάτω τα ημερομίσθια. Επίσης υπήρχε και πολιτική διάσπαση διότι οι περισσότεροι πρόσφυγες ανήκαν στο Κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου. Επιπλέον η γραφειοκρατική πολιτική του Δημοσίου καθυστερούσε την αποζημίωση των περιουσιών των προσφύγων. Τέλος ο εργασιακός αποκλεισμός των προσφύγων λόγω πολιτικών πεποιθήσεων με χρήση υποτιμητικών χαρακτηρισμών (π.χ. Τουρκόσποροι) οδήγησε πολλούς στη λύση της εθελούσιας μετανάστευσης στις Δυτική Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία. (Παράλληλο κείμενο: Θεσσαλονίκη , μέρες του 1969 μ. Χ. του Μανόλη Αναγνωστάκη)
    Η παράγραφος κλείνει με ένα σχόλιο του αφηγητή: «Πολύ αργά, νομίζω», που αποτελεί τη δική του ερμηνεία για την όλη κατάσταση, η οποία έχει ξεφύγει από τα όρια του επιτρεπτού και δεν φαίνεται να υπάρχει επιστροφή.   


«Κάθε φορά που φεύγω…της ράτσας μου τριγύρω» (σελ. 248- 250)

     Στο μέρος αυτό του πεζογραφήματος υπάρχει έντονος ο βιωματικός χαρακτήρας. Ο συγγραφέας – αφηγητής καταθέτει τις εμπειρίες της ζωής του και τα όσα νιώθει μέσα του κάθε φορά που εγκαταλείπει τους προσφυγικούς συνοικισμούς για να επιστρέψει στην πολύβουη πόλη (Θεσσαλονίκη).
     Επίσης εύκολα εντοπίζονται και πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία που ενσωματώνονται στο κύριο σώμα της αφήγησης και είναι τα εξής: α) η μοναχική ζωή του συγγραφέα στη Θεσσαλονίκη, β) η αίσθηση συναισθηματικής ασφάλειας στους προσφυγικούς συνοικισμούς και η προσφυγική του καταγωγή από την Ανατολική Θράκη, γ) η παρουσίαση μιας σειράς λαϊκών δοξασιών και εθίμων που πηγάσει από την προσωπική του ενασχόληση με την επιστήμη της Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, δ) η επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, η χρήση προσωπικών αντωνυμιών του α΄ προσώπου και ο εξομολογητικός τόνος του πεζογραφήματος. 
     Οι φράσεις που σχετίζονται με το «αίμα» («το δικό μου αίμα», «τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα») δηλώνουν τον στενό και άρρηκτο δεσμό του με τους πρόσφυγες.
     Η φράση «πάντως ποτέ τους δεν επιμένουν να με κρατήσουν στις παρέες τους» δημιουργεί εύλογη αμηχανία που εξηγείται όμως από τη λογική απόσταση που χωρίζει τους πρόσφυγες των προσφυγικών συνοικισμών από τον αφηγητή πρόσφυγα που επέλεξε την αστική του αποκατάσταση και την κοινωνική του αναβάθμιση.
Στη συνέχεια ο αφηγητής αναφέρεται στο αίσθημα μοναξιάς και απομόνωσης που βιώνει με την επιστροφή του στην πόλη. Η φράση μάλιστα «Ολομόναχος, ξένος, παντάξενος» (επιγραμματική διατύπωση) με την παράθεση τριών όμοιων επιθέτων δηλώνει με επιτατική διατύπωση την αίσθηση αφόρητης εγκατάλειψης από κάθε δεσμό με τους συνανθρώπους του (παράλληλο κείμενο το Διπλό Βιβλίο του Δημήτρη Χατζή).
     Ο τρόπος ζωής της πόλης με τους γρήγορους ρυθμούς της οδηγεί τον αφηγητή στη βίωση μιας σχεδόν παραισθησιακής κατάστασης. Οι μεγάλοι δρόμοι της πόλης με τους φωτεινούς σηματοδότες και τα πολλά αυτοκίνητα  τον οδηγούν στη συνειρμική ανάκληση των αρτηριών του ανθρωπίνου σώματος στις οποίες κυκλοφορούν ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια. Η κίνηση είναι συνεχής, ο αφηγητής σταματά για λίγο στη μέση του πεζοδρομίου για να αφουγκραστεί το ρυθμό της εσωτερικής του φωνής. Ταυτόχρονα ο κόκκινος σηματοδότης σταματά τα αυτοκίνητα, τη στιγμή εκείνη νιώθει το αίμα να κυλά στις φλέβες του, το προσφυγικό του αίμα, το αίμα των προγόνων του, γεγονός που δίδεται με ναι παρομοίωση («όπως στο κούτσουρο»). Ο αφηγητής εκφράζει την ανάγκη να βιώσει ανεμπόδιστα ό,τι αντιπροσωπεύεται από τις προγονικές μνήμες. Και πάλι συνειρμικά φέρνει στο νου του την Κυριακή της Πεντηκοστής, τη μέρα της Γονατιστής, τη μέρα που οι απελευθερωμένες ψυχές επιστρέφουν, σύμφωνα με την λαϊκή δοξασία, στον κάτω κόσμο και θρηνούν. (βλέπε και σημειώσεις βιβλίου 5,6,7, σελ. 249 – 250, το ενδιαφέρον του συγγραφέα για το λαϊκό πολιτισμό). Ο αφηγητής θέλει να σκύψει βαθιά στη γη για να μην τραυματίσει τις ψυχές, ενώ επίσης οι κινήσεις του για τον ίδιο λόγο είναι ήρεμες και προσεκτικές. Με τον παραλληλισμό αυτό τονίζει πιο έντονα την αντίθεση ανάμεσα στο λαϊκό πολιτισμό του παρελθόντος και το σύγχρονο που συνθλίβει κάθε αίσθηση ομορφιάς και μοναδικότητας. Οι σκηνές της παραγράφου μοιάζουν με κινηματογραφικά πλάνα καθώς εναλλάσσονται με σχεδόν ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Ο κινηματογράφος άλλωστε είναι μια μορφή τέχνης που επηρέασε το έργο του Γιώργου Ιωάννου. Επιπλέον την επίδραση του κινηματογράφου στο έργο του καταδεικνύει η εστίαση του και στην παραμικρή λεπτομέρεια.
     «Εγώ όμως από τώρα…να διευκολύνονται οι αταξίες». Στην παράγραφο αυτή δίδεται η αίσθηση της μοναξιάς στη μεγαλούπολη, η αδιαφορία των ανθρώπων, η απομόνωση, η συμβατικότητα, η μαζοποίηση, η τυπικότητα των σχέσεων. Ο αφηγητής καταλήγει ειρωνικά με τη φράση: «Το ιδανικό, η τελευταία λέξη του πολιτισμού…να μη ξέρεις ούτε τη φάτσα του γείτονά σου» και το σχόλιο: «Πονηρά πράγματα βέβαια προφάσεις πολιτισμού για να διευκολύνονται οι αταξίες». Ο πολιτισμός των πόλεων είναι επιδερμικός, χωρίς ουσία, ενώ οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτές βιώνουν την αλλοτρίωση.
      Στις τρεις τελευταίες παραγράφους του πεζογραφήματος υπάρχει έντονο το αντιθετικό στοιχείο ανάμεσα στους προσφυγικούς συνοικισμούς όπου ο αφηγητής νιώθει ολοκληρωμένος και τη μεγάλη πόλη όπου νιώθει απομονωμένος. Τελικά υπάρχουν στο αφήγημα δύο επίπεδα μοναξιάς: 1) η μοναξιά του πρόσφυγα στο συνοικισμό του, στο νέο τόπο εγκατάστασης μακριά από τις ρίζες του και 2) η μοναξιά του ανθρώπου στη μεγαλούπολη.
      Στον επίλογο του: «Για αυτό ζηλεύω…της ράτσας μου τριγύρω», δηλώνει το έντονο παράπονό του και την καλώς νοούμενη ζήλεια του, τη νοσταλγία του για το συναισθηματικό δέσιμο των προσφύγων των προσφυγικών συνοικισμών που ο ίδιος στερείται.
      Ο συγγραφέας επιλέγει την κυκλική δομή (σχήμα κύκλου) κλείνοντας με μια ευχή που συνδέεται άμεσα και αδιάσπαστα με την αρχή του πεζογραφήματος αλλά και με τον τίτλο του. Η επιστροφή στο χώρο ζωής των ανθρώπων της φυλής του είναι μια πορεία για να βρει τον εαυτό του και την ταυτότητά του, πράγμα που έχει ισοπεδωθεί στην πόλη. Με το κυκλικό σχήμα εξασφαλίζεται η σύνδεση της αφήγησης με τον τίτλο, εξισορροπείται η χαλαρή σύνδεση των επιμέρους στοιχείων καθώς ο συγγραφέας ακολουθεί μια σειρά από συνειρμούς που δεν έχουν άμεση σχέση με το βασικό του θέμα.      

ΚΟΥΡΜΠΕΤΗΣ  ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΥΚΕΙΟ ΜΟΥΔΑΝΙΩΝ







AΓΑΘΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ

Σελίδες του Γιώργου
Ιωάννου Μες στους προσφυγικούς
Συνοικισμούς Στου Κεμάλ το σπίτι
Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ'
Λυκείου Θ. Κ .Γραμματολογικά στοιχεία

l Ο Γιώργος Ιωάννου γεννήθηκε το 1927 στη Θεσσαλονίκη από γονείς πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Ήταν το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά μιας φτωχής οικογένειας. Με το ξέσπασμα του πολέμου καταφεύγει με τα αδέλφια και τη γιαγιά του στη Χαλκιδική και στη συνέχεια στην Αθήνα. Στην κατοχή αρχίζει η σχέση του με τα κατηχητικά σχολεία και γίνεται μέλος της χριστιανικής οργάνωσης της «Ζωής».l Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (1947-1950), όπου διετέλεσε και βοηθός καθηγητής στην έδρα Αρχαίας Ιστορίας (1954).l Από το 1956 και ως το 1971 εργάστηκε ως φιλόλογος σε διάφορα -ιδιωτικά και δημόσια- σχολεία της Ελλάδας και στη Βεγγάζη της Λιβύης .l Το 1971 μετατέθηκε σε αθηναϊκό γυμνάσιο και λίγο αργότερα αποσπάστηκε στο Υπουργείο Παιδείας όπου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του.l Πέθανε στην Αθήνα στις 16Φεβρουαρίου 1985 από σηψαιμία μετά από μετεγχειρητική επιπλοκή σε ηλικία πενηντα οχτώ χρόνων. Κηδεύτηκε στη Θεσσαλονίκη .

Ο λογοτέχνης Ιωάννου Ο Ιωάννου ξεκίνησε το λογοτεχνικό του έργο ως ποιητής. Το 1954 κυκλοφορεί η πρώτη του συλλογή, τα «Ηλιοτρόπια» με 11 μικρά ποιήματα. Από το 1958 μέχρι το 1965 συνεργάζεται με το περιοδικό Διαγώνιος του Ντίνου Χριστιανόπουλου και το 1963δημοσιεύει τη δεύτερη ποιητική συλλογή του «Τα χίλια δένδρα» .Από το 1978 ως το 1982 κυκλοφόρησε το περιοδικό Φυλλάδιο μ εδική του επιμέλεια και συγγραφή κειμένων. Συνέβαλε επίσης
σημαντικά στη συγγραφή Ανθολογίου για το Δημοτικό και των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων για τη Μ. Εκπαίδευση. Όμως γρήγορα ο Ιωάννου στράφηκε στον πεζό λόγο, στα μικρά αφηγήματα που ο ίδιος ονομάζει πεζογραφήματα και μάλιστα πολύπτυχα. Παράλληλα έκανε μεταφράσεις αρχαίων κειμένων, εξέδωσε εκλογές δημοτικών τραγουδιών, παραμυθιών, καραγκιόζη, έγραψε θέατρο, χρονογραφήματα και μελέτες. Το 1979 τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το βιβλίο του Το δικό μας αίμα.
Άλλα πεζογραφήματά του: Για ένα φιλότιμο, Η Σαρκοφάγος, Η μόνη κληρονομιά, Πολλαπλά κατάγματα, Εφήβων και μη ,Εύφλεκτη χώρα, Καταπακτή, Η πρωτεύουσα των προσφύγων ,
Ο της φύσεως έρως, κ.ά.

Οι παράγοντες που διαμόρφωσαν το πεζογραφικό του έργο

 .Τα χρόνια που σφράγισαν τη ζωή του συγγραφέα είναι εκείνα του πολέμου, της κατοχής, της αντίστασης και του
εμφυλίου, όπως τα έζησε στη Θεσσαλονίκη που μεγάλωσε. Η οικογένεια (τα πρόσωπα: ο πατέρας, η γιαγιά, η προσφυγική καταγωγή, η οικονομική κατάσταση, οι πολιτικές και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και η αγωγή που ήταν μάλλον καταπιεστική).Ο κοινωνικός περίγυρος (γειτονιά, σχολείο, φίλοι), ένας προσφυγικός συνοικισμός. Εκεί έρχεται σε επαφή με πρόσφυγες, Εβραίους, με ανθρώπους που μαγεύουν τα παιδιά και έλκουν την περιέργεια τους. Από εκεί προέρχονται οι φίλοι και οι συμμαθητές (που δεν ήταν πάντα καλοί μαζί του).Τα κατηχητικά σχολεία, οι χριστιανικές ομάδες, τα κατοχικά  συσσίτια. l  Οι δάσκαλοι και οι σπουδές του που τον οδήγησαν και σε εξωλογοτεχνικά αντικείμενα: μεταφράσεις, φιλολογικές κριτικές, συλλογές δημοτικών τραγουδιών, μελέτες(παραμύθια, Καραγκιόζης κλπ.).
 Η Θεσσαλονίκη ως πόλη που είναι και ο χώρος δράσης πολλών πεζογραφημάτων του και το λογοτεχνικό της περιβάλλον («Σχολή της Θεσσαλονίκης») με τους Πεντζίκη,  Καρέλλη, Ξεφλούδας κ.ά., οι οποίοι, τη δεκαετία του ’30, εισήγαγαν τον εσωτερικό μονόλογο, εκμεταλλευόμενοι τους συνειρμούς με στόχο την
ανάδυση όχι μόνο της ατομικής αλλά και της συλλογικής μνήμης.
 Τα λογοτεχνικά του διαβάσματα
 Ο Ιωάννου επηρεάζεται στο έργο του από τον Ν. Πεντζίκη,
τον Φ. Κόντογλου, τον Κ. Π. Καβάφη, τον Α. Παπαδιαμάντηκ.ά. Από τον Πεντζίκη ως προς τον εσωτερικό μονόλογο/συνειρμική γραφή, από τον Κόντογλου  στην αγάπη για τη λαϊκή παράδοση και τη στροφή στο παρελθόν, από τον Καβάφη στη χωρική εμμονή(Θεσσαλονίκη - Αλεξάνδρεια), στο υπαινικτικό ύφος, στη λειτουργία της μνήμης, στο ερωτικό στοιχείο, από τον
Παπαδιαμάντη διδάχθηκε πολλά: επίσης την εμμονή στο χώρο (Θεσσαλονίκη - Σκιάθος), την κατασκευή ιστοριών με πυρήνα βιωματικό υλικό και παιδικές αναμνήσεις, τη μουσικότητα του λόγου, αλλά και τις παρεκβάσεις που χαρακτηρίζουν την τεχνική του. Άλλες επιδράσεις Ο κινηματογράφος επηρεάζει την τεχνική της γραφής του (π.χ. αναδρομικές αφηγήσεις) και την ατμόσφαιρα των έργων του. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που ο ίδιος λέει: «γράφοντας σκέφτομαι πλάνα».
Η επικαιρότητα. Η δουλειά του και η δημοσιοϋπαλληλική του ιδιότητα.
Χαρακτηριστικά του έργου του Γ. Ιωάννου

Αφηγηματικό υλικό
Τα αφηγήματα του Ιωάννου έχουν ως πρώτη ύλη μαρτυρίες και βιώματα, αλλά και πρόσωπα,
πράγματα και γεγονότα από το παρελθόν, την καθημερινότητα και τη νεοελληνική πραγματικότητα(τον κόσμο της προσφυγιάς, τον πόλεμο, την κατοχή, τη μεταπολεμική περίοδο), τα οποία ο συγγραφέας εξομολογείται, διασώζοντάς τα με δύο κυρίως μέσα: την πολύ ισχυρή μνήμη του και τη μεγάλη παρατηρητικότητά του. (Δρουκόπουλος) Η αφήγηση «Με την αφήγηση ανασταίνει κυρίως μια παλιότερη εποχή, προσωπικά και υποκειμενικά βιωμένη. Έτσι, τα
αφηγήματα φαίνονται σαν αναμνήσεις του από τα περασμένα, όπου διοχετεύει τις απόψεις του, τις κρίσεις του, τις προτιμήσεις του» (Σαχίνης).Ο Χρόνος Ο χρόνος στα πεζογραφήματα του Ιωάννου δεν είναι απλός. Συνήθως παρελθόν και παρόν γίνονται ένα, εμπλέκονται, δίνοντας στα έργα
του την εικόνα της σύνθεσης παρόντος -παρελθόντος και των διαφορετικών χρονικών
στιγμών (Αράγης).Συχνά το παρελθόν εσωτερικεύεται, γίνεται παρόν κλιμακωτά ενώ αιχμαλωτίζεται από την αφήγηση  (Δρουκόπουλος) .Ο Χώρος Ο χώρος (που ο ίδιος αποκαλεί «δοχείο μνήμης»)είναι παρών στα περισσότερα έργα του. Ο συγγραφέας τον αντιμετωπίζει ως αντικείμενο της πεζογραφίας του, αφού είναι ουσιαστικό στοιχείο των έργων του και όχι απλό σκηνικό.
Ο χώρος στα έργα του Ιωάννου συνδέεται και με το χρόνο αλλά και με τον εσωτερικό προσωπικό κόσμο που διαμορφώνει και το χώρο της πόλης.
Η Θεσσαλονίκη
Η Θεσσαλονίκη αποκαλύπτεται με θαυμαστό τρόπο στο έργο του Ιωάννου: μια τοιχογραφία-ψηφιδωτό:
l «Απ΄ τα σφαγεία με τις απέραντες ερημιές και τις λαϊκές ταβερνούλες, στον παλιό σταθμό με τα
παρακμασμένα καφενεία και τα αδρανούν τα βαγόνια, στην ύποπτη Μπάρα και στη  Ραμόνα, στη γραφική και μίζερη Πάνω Πόλη, στην αχανή και αδιαμόρφωτη πλατεία Δικαστηρίων, στους
σαθρούς βυζαντινούς ναούς, στα ύποπτα ξενοδοχεία της Εγνατίας, στις στενόκαρδες πολυκατοικίες, στους άχρωμους κεντρικούς δρόμους, στα μουχλιασμένα γραφεία, στο πανεπιστήμιο, στα λαϊκά σινεμά της μπόχας ,στην κοσμική ατμόσφαιρα, ο συγγραφέας
περπατάει με άνεση, γνήσιος Θεσσαλονικιός, που καταλαβαίνει, που μιλάει όταν του πέφτει λόγος και που σωπαίνει όταν χρειάζεται ν'
ακούσει και να δει, που αναγνωρίζει, συγκινείται και στοχάζεται» .

Το αφηγηματικό είδος
Τα πεζογραφήματα του Ιωάννου αποτελούν
μικρογραφίες της καθημερινής ζωής των κατοίκων της Θεσσαλονίκης: «μινιατούρες της καθημερινότητας». (Βιστωνίτης)«Άλλοτε πλησιάζουν τον ‘‘άμορφο’’ συνειρμικό μονόλογο […], άλλοτε υποδύονται το δοκίμιο[…], άλλοτε πάλι εμφανίζονται ως
παραδοσιακά διηγήματα […]». (Κοτζιάς)Το πεζογράφημα Σε συνέντευξή του (1984) ο ίδιος χαρακτήρισε το αφήγημά του ως «πολύπτυχο πεζογράφημα» και το όρισε ως: «Αυτό που
περιέχει όλα τα είδη, που είναι και δοκίμιο και χρονικό και σχόλιο πάνω στις ιστορίες που εννοούνται».«Η αφήγησή του, που κατά κύριο λόγο γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, έχει έναν χαρακτήρα καταγραφικό και κάποτε χρονογραφικό [...].»«Η εμπειρία είναι το κυρίαρχο στοιχείο […].»«Η δομή του είναι στοιχειώδης […]»: δεν υπάρχει κεντρικός μύθος αλλά σύνθεση συνειρμών.
«Η συμβολή του βρίσκεται αλλού: στον τρόπο που απομονώνει το κάθε περιστατικό, στην έντονη συγκινησιακή φόρτισή του και στην ακρίβεια και την καθαρότητα της γλώσσας του» (Βιστωνίτης).

Αφηγηματικές τεχνικές
  Οπτική γωνία: Μονοεστιακή ή μονομερής
αφήγηση: Ο αφηγητής αφηγείται σχεδόν πάντα μέσα από τη δική του οπτική Ποικίλει όμως ο βαθμός συμμετοχής του στην αφήγηση, αφού άλλοτε εξομολογείται προσωπικά
του βιώματα σε πρώτο πρόσωπο και άλλοτε θεάται  κ αι σχολιάζει ευθέως ή με υπαινιγμούς.
Τα υπόλοιπα αφηγηματικά πρόσωπα παρουσιάζονται συνήθως από τη δική του οπτική.
Η αφήγηση μπορεί να είναι σε πρώτο ή δεύτερο πρόσωπο (πολύ σπανίως και σε τρίτο).

Η τεχνική των συνειρμών
   Η τεχνική των συνειρμών και της σύζευξης διαφόρων στοιχείων (ο Ιωάννου παρατηρεί, θυμάται, συγκεντρώνει αποκόμματα). Οι συνειρμοί ωθούνται από την επικαιρότητα, από το χώρο, από τις σκέψεις, τις αναμνήσεις, τις κουβέντες, τα αντικείμενα, τις λέξεις, τους ήχους κλπ. Η αφετηρία των συνειρμών άλλοτε δηλώνεται με έμφαση και άλλοτε όχι, οπότε η αφήγηση αρχίζει «ανεπαίσθητα». Χαρακτηριστικό είναι ότι έτσι καταργούνται συχνά οι αφηγηματικές συμβάσεις(Μαρωνίτης).
     Άλλες τεχνικές….
 Η τεχνική του συγκερασμού, όταν η αφήγηση είναι σύνθεση πολλών και συχνά αντιθετικών πραγμάτων ,ενός υλικού που τροποποιείται άλλοτε με τον ένα και άλλοτε με τον άλλο τρόπο για να εξυπηρετήσει την εκάστοτε αφήγηση.
  Η τεχνική του εγκιβωτισμού που μπορεί να έχει ή τη μορφή της αναδρομικής / οπισθοχωρητικής αφήγησης ή τη μορφή διαφόρων ιστοριών που αφηγείται ο αφηγητής διακόπτοντας την αρχική, για να επηρεάσει πρόσωπα και πράγματα .
  Η τεχνική της κυκλικής δομής στην περίπτωση που το
πεζογράφημα αρχίζει και τελειώνει με το ίδιο γεγονός  .
  Η τεχνική του «διασπασμένου θέματος» (Αράγης)
Το τεράστιο και ετερόκλητο υλικό της αφήγησης οργανώνεται με την τεχνική του διασπασμένου θέματος, από το οποίο γεννώνται πεζογραφήματα - σπαράγματα, μικρογραφίες της καθημερινότητας, που κάποτε κινούνται στο πλαίσιο τη ς νεοελληνικής πραγματικότητας και κάποτε μυθοποιούν την παιδική ηλικία του αφηγητή, ο οποίος αντιμετωπίζει τα πράγματα και τα γεγονότα μέσα από το δικό του το προσωπικό αλλά όχι το αυστηρά εξατομικευμένο πρίσμα. Η μνήμη και τα πρόσωπα του παρελθόντος είναι κυρίαρχα στο παρόν και ανακαλούνται μέσω συνειρμών (συνειρμική οργάνωση του αφηγηματικού υλικού).Σπανιότερα χρησιμοποιεί την τεχνική του αδιάσπαστου θέματος :ο αφηγητής παρατηρεί, θυμάται, σκηνοθετεί και ενοποιεί τελικά το υλικό του με τρόπο ευθύγραμμο.

 Άλλα γνωρίσματα του έργου του…

 Η μαρτυρία, το βίωμα, η εξομολόγηση, η έκφραση της υπαρξιακής αγωνίας και του αδιεξόδου τροφοδοτούν τα κείμενά του. […]
 Το εξωτερικό σκηνικό κατά κανόνα συνοδεύεται από την εσωτερική του περιπλάνηση στο χώρο της ατομικής και συλλογικής μνήμης . Οι αποτυπώσεις του, οι περιγραφές –άλλοτε λιτές και άλλοτε εμποτισμένες στο ποιητικό κλίμα- η λεπτή παρατήρηση, το σχόλιο, η ανεπιτήδευτη γραφή, η ανάκληση του παρελθόντος αλλά και η διαπραγμάτευση του παρόντος, τον οδηγούν σε
νέους τρόπους οργάνωσης του αφηγηματικού υλικού .Απελευθερωμένος από τη δεσποτεία του κεντρικού μύθου και της πλοκής, συνθέτει τα περιστατικά που εξιστορεί και σκιαγραφεί τα
πρόσωπά του […] , θρυμματίζοντας τη χρονική και αφηγηματική αλληλουχία του κειμένου.
Ο αναγνώστης […] θέλγεται από την αμεσότητα της γραφής του...Χιούμορ, απουσία μελοδραματισμού, νηφαλιότητα. Η αμφιθυμία  Η στάση του Ιωάννου απέναντι σε
πρόσωπα και πράγματα χαρακτηρίζεται αμφίθυμη, γιατί,
παρά τη φόρτιση και την ευαισθησία που εμπερικλείουν τα πεζογραφήματα του, κατορθώνει να χαλιναγωγεί το συναίσθημα, να κρατάει το χιούμορ του, να αναμιγνύει το κωμικό με το
τραγικό, την πικρή με τη γλυκιά του ανάμνηση (Κοτζιάς).

Γλώσσα – Ύφος

 Η γλώσσα των έργων του είναι ακριβής, απλή και καθημερινή, μια γλώσσα βιωμένη που κατευθύνεται εσωτερικά. Ο λόγος του είναι γενικά μικροπερίοδος  και σε μερικά μόνο έργα (γύρω στο 1976) μακροπερίοδος.
l Το ύφος του είναι συχνά ακτινοειδές, διότι, ό,τι συμβαίνει στην ενότητα είτε ξεκινάει από ένα κεντρικό σημείο που έχει αντίκτυπο στην περιφέρεια, είτε κινείται αντίστροφα από την περιφέρεια προς το κέντρο. Ο Ιωάννου υπαινίσσεται με δύο τρόπους: α) λέγοντας και
ταυτόχρονα μη λέγοντας κάτι, όταν χρησιμοποιεί λέξεις /φράσεις γεμάτες νόημα αλλά ατελείς και β) μεταθέτοντας σε άλλα πρόσωπα, τόπους, εποχές, γεγονότα που
συμβαίνουν εδώ και τώρα (Δρουκόπουλος).

Μες στους Προσφυγικούς συνοικισμούς
Η συλλογή Για ένα φιλότιμο (1964)
l Η πρώτη συλλογή πεζογραφημάτων του Ιωάννου, που εισήγαγε την πρωτοτυπία  της γραφής του: 22
μικρές συνθέσεις, γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο, με εξομολογητική διάθεση.
θέμα
 Οι πρόσφυγες (Πόντιοι, Καραμανλήδες, Μικρασιάτες, Κωνσταντινοπολίτες, Θρακιώτες, Μοναστηριώτες κ.ά.) και οι δυσκολίες ενσωμάτωσής τους. Οι δεσμοί του αφηγητή με τους
πρόσφυγεςl Η μοναξιά του μέσα στην πόλη
 Η αφόρμηση του αφηγητή
Μια συνηθισμένη, καθημερινή σκηνή:τα παιδιά που παίζουν μπάλα σε ένα προσφυγικό συνοικισμό
(«Στέκομαι και κοιτάζω τα παιδιά…).Ο αφηγητής τα παρακολουθεί από ένα καφενείο και οι σκέψεις του ακολουθούν την ελεύθερη ροή των συνειρμών .Ο χώρος και ο χρόνος
Το γνωστό («ορισμένο») καφενείο, αργά το μεσημέρι, την ώρα που οι «οι μεγάλοι» γυρίζουν από τη δουλειά τους.  ο αφηγητής. Διατηρούν όμως τα χαρακτηριστικά της ράτσας
και της ψυχής τους. Βιοπαλαιστές, αληθινοί και γνήσιοι στον καθημερινό αγώνα τους .Η ράτσα και η ψυχή Η ράτσα: η γενιά, η φυλή, μια ορισμένη πληθυσμιακή ομάδα με συγκεκριμένη καταγωγή και κοινά βιολογικά χαρακτηριστικά (χρώμα δέρματος, γλώσσα,
συνήθειες)Η ψυχή: ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου, η κουλτούρα και η ψυχοσύνθεσή του.
 Η αντίθεση
 Οι πρόσφυγες του συνοικισμού διαφέρουν από τους «διεσπαρμένους» πρόσφυγες, όπως ο αφηγητής, γιατί, ζώντας όλοι μαζί, διατηρούν τους δεσμούς τους με το παρελθόν και τις ρίζες τους, έχουν περισσότερη συνοχή και αμιγέστερα χαρακτηριστικά. Η ικανότητα του αφηγητή να αναγνωρίζει τις φυλετικές  ομάδες Ο αφηγητής καυχιέται πως μπορεί να ξεχωρίσει τις φυλετικές ομάδες. Την ικανότητά του αυτή τη στηρίζει:  στην εξάσκησή του,
στην παρατηρητικότητά του,  στην προσοχή στη λεπτομέρεια , στη μεγάλη του αυτοπεποίθηση στο θέμα αυτό. Λ.χ. αναγνωρίζει τους Ποντίους από την κορμοστασιά, την ομιλία, το μελαχρινό
τους χρώμα.
 Η ειρωνεία του αφηγητή. Το σχόλιο του αφηγητή για τους Κωνσταντινουπολίτες: όλοι ισχυρίζονται πως προέρχονται από το κέντρο της Πόλης .
Οι   δεσμοί που συνδέουν τον αφηγητή με τους πρόσφυγες
 .Ο αφηγητής νιώθει ότι βρίσκεται ανάμεσα σε δικούς του ανθρώπους ,ότι τον συνδέουν μαζί τους δεσμοί αίματος και καταγωγής. Η επαφή μαζί τους τον συγκινεί και τον συναρπάζει. Χαρακτηριστικά είναι τα ρήματα που εκφράζουν αυτή τη βαθιά επικοινωνία: Διαισθάνεσαι, σου ’ρχεται ν’ αγκαλιάσεις, μεθώ, χαίρομαι, ανατριχιάζω, κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά κλπ Ο συλλογισμός Ο άνθρωπος αποτελείται απ’ αυτά που τρώει και πίνει .Εδώ τρώω και πίνω
Άρα: είμαι από εδώ .Η διαπίστωση της αντίφασης: «Και πώς εξηγείται τότε όλη αυτή η λαχτάρα;»
 Επομένως: ο συλλογισμός της λογικής ανατρέπεται και
το αίμα τραβάει εκεί όπου απλώνονται οι ρίζες των γονιών του.
Η πατρίδα
 Για τον αφηγητή, πατρίδα δεν είναι ο τόπο όπου γεννιέται και μεγαλώνει κανείς, αλλά ο τόπος όπου απλώνονται βαθιά οι ρίζες του. Αυτ ό ισχύει πολύ περισσότερο για ένα παιδί προσφύγων: να γνωρίσει τον τόπο των γονιών του, αυτή η πατρίδα τον έλκει, μ’ αυτήν τον συνδέουν δεσμοί αίματος. Οι βαθύτερες ρίζες . Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς, ο αφηγητής νιώθει να ζωντανεύουν και άλλοι, πανάρχαιοι, λαοί, πρόγονοι των προσφύγων,
όπως οι Χετταίοι, Φρύγες, Λυδοί, ονόματα γεμάτα μυστήριο και αγάπη για τον αφηγητή.
 Η παρέκβαση
 Σε μια παρέκβαση ο αφηγητής με γλώσσα σκληρή και συναισθηματικά φορτισμένη, καταφέρεται εναντίον των «εγκληματιών των γραφείων» και όλους όσους δυσκόλεψαν με τη στάση και τη συμπεριφορά τους την ενσωμάτωση των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία και τους εξωθούν στη διχόνοια και τη
μετανάστευση. Η αναχώρηση Η ανομολόγητη βαθιά επικοινωνία αλλά και η απόσταση του αφηγητή από τους πρόσφυγες. Το αίσθημα της απομόνωσης εκφράζεται με τρία επίθετα: ολομόναχος, ξένος παντάξενος
Η παραίσθηση
 Φεύγοντας, αισθάνεται τις οδικές
αρτηρίες με τους κόκκινους σηματοδότες και τη θορυβώδη κυκλοφορία σαν το αίμα.
 Ο αφηγητής νιώθει τους πρόσφυγες παρόντες, να κυλούν μέσα στις φλέβες του. Το αίσθημα της μοναξιάς  Ο αφηγητής νιώθει ξένος μέσα στη μεγαλούπολη κι αδιάφορες τι ς σχέσεις του με τους άλλους. Το παράπονο Ο αφηγητής εκφράζει το παράπονό του κι αντιμετωπίζει με ειρωνεία τις συμβατικές σχέσεις των ανθρώπων, την αδιαφορία ,την ανωνυμία, τη μοναξιά, το φόβο για τον άλλο. Χαρακτηρίζει μάλιστα τη στάση αυτή ως πονηρές προφάσεις του πολιτισμού για
να κρύβεται η παρανομία. Η μοναξιά της μεγαλούπολης τον κάνει να «ζηλεύει» όσους παρέμειναν στα πατρογονικά τους, στη γη και τους συγγενείς τους ή κι αυτούς που, αν και πρόσφυγες, δεν αποκόπηκαν από τη ράτσα τους.
Η ευχή
 Κυκλικά, ο αφηγητής επανέρχεται στην αρχή των συνειρμών με την ευχή να ζούσε σε ένα προσφυγικό συνοικισμό, εκεί όπου βρίσκει την ταυτότητά του και τις προγονικές του ρίζες.

.ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ο όρος «πρόσφυγες»
 Ονομάζονται οι πληθυσμοί που ξεριζώνονται από τον τόπο τους λόγω πολέμων ή άλλων πολιτικών γεγονότων, ακόμα και από φυσικές καταστροφές.
 Το βιωματικό υλικό
Η προσφυγική καταγωγή του αφηγητή. Η καταγωγή από τη Θράκη Η γέννηση στη Θεσσαλονίκη.
Η μοναχική ζωή στην πόλη. Η γνώση των θρησκευτικών εθίμων και των λαϊκών δοξασιών Η ιστορική κατάρτιση του αφηγητή.

 Το αφηγηματικό υλικό
Η προσφυγιά . Η μετανάστευση .Η βιολογική και
πολιτισμική καταγωγή του ανθρώπου. Η σύγχρονη ζωή στις
μεγαλουπόλεις .Το εθνογραφικό, γεωγραφικό και ιστορικό υλικό.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε ομάδας προσφύγων .Οι τόποι καταγωγής και τα τοπωνύμια.
Τα ονόματα αρχαίων λαών που ζούσαν στους  τόπους των προσφύγων.

 Αφηγηματικές τεχνικές
 Η πλοκή οργανώνεται χαλαρά με βάση τους συνειρμούς και τις σκέψεις του αφηγητή.  Η αφήγηση προχωρεί ευθύγραμμα και ξαναγυρίζει στην αρχή (κυκλική αφήγηση).
Η οργάνωση του αφηγηματικού υλικού γίνεται μέσω συνειρμών και παρεκβάσεων (α. η παρουσίαση των φυλών, β. η παρέκβαση των αρχαίων λαών και γ. η εκμετάλλευση των προσφύγων).
Το είδος της αφήγησης: Εσωτερική, πρωτοπρόσωπη, μονοεστιακή, μονομερής: ο αφηγητής παρατηρεί από κοντά αλλά και μετέχει σε όσα αφηγείται, τα οποία παρουσιάζει από τη δική του οπτική γωνία.

Εκφραστικοί τρόποι / γλώσσα
Το πεζογράφημα είναι διάσπαρτο από εικόνες.
Η γλώσσα είναι απλή κι ανεπιτήδευτη, ο λόγος μικροπερίοδος, η διάθεση εξομολογητική.
Υπερτερούν τα ρήματα .

Παράλληλα κείμενα (πηγή:http://www.de.sch.gr/mikrasia/keimen11.htm)
l «Μείναμε στην προσφυγική συνοικία "Χωράφια". Από τον
Κήπο που μέναμε ήταν καλύτερα, αλλά ένα δωματιάκι μας έδωσαν με τόσα άτομα μέσα, που ήταν εξαθλίωση. Προσφυγικός συνοικισμός: πείνα, αρρώστιες και δυστυχία. Όσοι έπεσαν στα προσφυγικά σπίτια και δεν γλίτωσαν γρήγορα από αυτά, έμειναν στάσιμοι. Η παράγκα ρήμαξε το ηθικό του κόσμου, του αφαίρεσε την όρεξη για ζωή ,τους συμβίβασε με την ανέχεια και τη φτώχεια. Τον έκανε βαθιά μέσα στην ψυχή του να νιώθει πρόσφυγας. Οι παράγκες της προσφυγιάς ήταν η ντροπή μας».(μαρτυρία Τ.Κακλαμάνου)
 Ερώτηση Πώς παρουσιάζονται οι πρόσφυγες στα δύο
κείμενα. Ποια τα προβλήματά τους; Βλέπετε κοινά στοιχεία με το πεζογράφημα του Ιωάννου;


 Στου Κεμάλ το σπίτι

 Η συλλογή Το πεζογράφημα ανήκει στη συλλογή Η μόνη κληρονομιά
(1974). Κύρια χαρακτηριστικά της συλλογής αυτής είναι: η  συγγραφική ωριμότητα, η πείρα ζωής, η αφηγηματική απλότητα, το χιούμορ, η συγκρατημένη συγκίνηση .
Θέμα/ Θεματικός πυρήνας πεζογραφήματος Οι συχνές επισκέψεις μιας άγνωστης γυναίκας τουρκικής καταγωγής στο σπίτι
του αφηγητή, που βρίσκεται κοντά  στο σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ  στη Θεσσαλονίκη.
Η αγάπη και η νοσταλγία της γυναίκας για το σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Οι δεσμοί με τα λειτουργικά σημεία-σύμβολα του σπιτιού (τα μούρα, το νερό από το πηγάδι)
Οι επισκέψεις:
 Σε διάστημα οκτώ χρόνων περίπου επισκέφτηκε το σπίτι τέσσερις φορές: Άνοιξη 1936: την εποχή που γίνονται τα μούρα, ζητώντας με ευγένεια να της δώσουμε λίγο νερό απ' το πηγάδι της αυλής. […] μας ζήτησε [μούρα]η ίδια λέγοντας πως ήθελε να φυτέψει το σπόρο
τους στον μπαχτσέ της. Έφαγε μερικά και τα υπόλοιπα τα έβαλε σ' ένα χαρτί και έφυγε χαρούμενη.
1938 (δύο χρόνια μετά): Κάθισε και τα έφαγε ένα ένα [τα μούρα] στο κατώφλι
 1939 (λίγο πριν τον πόλεμο): της προσφέραμε νερό απ' τη βρύση. Αρνήθηκε να πιει το νερό […] την είδαμε ταραγμένη […] βούρκωσε «λίγο μετά τον πόλεμο» (1944;): Μια ιταλιάνικη μπόμπα είχε σαρώσει τη ντουτιά κι είχε ρημάξει το καλοκαμωμένο ξυλόδετο  σπίτι.
 Η αρχοντική εικόνα της γυναίκας στο αφήγημα : Καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου
Από την αρχή :«Δεν ξαναφάνηκε η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα, που ερχόταν στο κατώφλι μας
κάθε χρονιά […]».lΩς το τέλος: «Δεν την ξανάδαμε από τότε. Ήρθε – δεν ήρθε, άγνωστο. […] Τέτοιο σπαραγμό δεν ματαείδα».«Έμοιαζε πολύ κουρασμένη, διατηρούσε όμως πάνω της ίχνη μιας μεγάλης αρχοντικής ομορφιάς. Και μόνο ο τρόπος που έπιανε το ποτήρι, έφτανε για να σχηματίσει κανείς την εντύπωση πως η γυναίκα αυτή στα σίγουρα ήταν μια αρχόντισσα.»Η στάση του αφηγητή και της οικογένειάς του απέναντί της .Στην αρχή, ευγενική… Προσπαθούν με διάφορες εικασίες να ερμηνεύσουν την παράξενη συμπεριφορά της, αλλά και τις σποραδικές εμφανίσεις της. Θεωρούν ότι είναι … «… καμιά τουρκομερίτισσα δικιά μας, απ' τις πάμπολλες εκείνες, που δεν ήξεραν λέξη ελληνικά, μια και η ανταλλαγή των πληθυσμών είχε γίνει με βάση τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα». Έπειτα, όταν αρνείται να πιει νερό από τη βρύση, την περιβάλλουν με
καχυποψία και αγανάκτηση: «Η αποκάλυψη αυτή στη αρχή μάς τάραξε. Δε μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι, σα μια διαρκή υπενθύμιση της καταστροφής, θα είχαμε τώρα και τους τούρκους να μπερδουκλώνονται πάλι στα πόδια μας; Και τι ακριβώς ήθελε από μας αυτή η γυναίκα; Πάνω σ' αυτό δεν απαντήσαμε, κοιταχτήκαμε όμως βαθιά υποψιασμένοι.»Ο πόνος του εκπατρισμού Στη συνέχεια, τα συναισθήματα αλλάζουν, μετατρέπονται σε συμπόνια και κατανόηση για το κοινό βίωμα του εκπατρισμού, της προσφυγιάς και της νοσταλγίας: «Ο πρώτος που την είδε, ήρθε μέσα και φώναξε: «η τουρκάλα!" Βγήκαμε στα παράθυρα και την κοιτάζαμε με συγκίνηση. Παραλίγο να την καλέσουμε απάνω στοσπίτι - τόσο μας είχε μαλακώσει την καρδιά η επίμονη νοσταλγία της.»
Η αποκάλυψη της αλήθειας . Ο μπέης και η όμορφη κόρη
 Η ανταλλαγή πληθυσμών και ο ξεριζωμός(Συνθήκη της Λοζάννης 1923)Η καυστικότητα του αφηγητή  Καταφέρεται ενάντια στη «μοντέρνα» αισθητική, την επικράτηση του συμφέροντος, την αστικοποίηση, την κερδοσκοπία, την εξαπάτησητης  Αρχαιολογικής υπηρεσίας.
l Ιδιαίτερα, οργίζεται για το γκρέμισμα σπιτιών με μνήμες και ιστορία και την ύψωση στη θέση τους
ακαλαίσθητων πολυκατοικιών (αντιπαροχή),αλλά και για το «μπάζωμα» των αρχαιολογικών ευρημάτων… «Το ψηφιδωτό αυτό οι δασκαλεμένοι εργάτες το σκεπάσανε γρήγορα  γρήγορα  για να μην τους σταματήσουν οι αρμόδιοι. Πάντως, τις ώρες που το έβλεπε το φως του ήλιου, γίνονταν διάφορα σχόλια απ' την έκθαμβη γειτονιά. Όλοι μιλούσανε για την ομορφιά και την παλιά δόξα… »
Η οργή και αγανάκτηση: Αποτυπώνεται φραστικά με τα επίθετα ή άλλες λέξεις με αρνητική σημασία: σιχαμένος σπιτονοικοκύρης, πονηρό μυαλό, συμμορίες εργολάβων, γελοίοι, δασκαλεμένοι εργάτες, νέο εξάμβλωμα. Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα....

Αφηγηματικές τεχνικές
Ο χρόνος της αφήγησης: Με αφετηρία το «παρόν», η αφήγηση μετατοπίζεται ευθύγραμμα προς το παρελθόν (αναδρομική).
Χαρακτηριστικά είναι τα χρονολογικά άλματα από το παρόν (δεκαετία
του '70) στο παρελθόν (Μικρασιατική καταστροφή, 1936-1944) και αντίστροφα, συνήθη στην πεζογραφία του Ιωάννου, ακόμα και στο μέλλον («θα παραφυλάγω...ίσως μπορέσω να εμποδίσω»).
 Ο χώρος της αφήγησης:
Η Θεσσαλονίκη – η πόλη με τον πρωταρχικό ρόλο στην πεζογραφία του Ιωάννου- και συγκεκριμένα η γειτονιά όπου βρισκόταν το  σπίτι του Κεμάλ, μια μονοκατοικία με κήπο.
Το είδος της αφήγησης Όπως στα περισσότερα πεζογραφήματα του Ιωάννου, η αφήγηση είναι κατά κύριο λόγο εσωτερική(μονοεστιακή/μονομερής), βιωματική, πρωτοπρόσωπη(εγώ, εμείς) από  ομοδιηγητικό αφηγητή, που συμμετέχει στα δρώμενα ως παρατηρητής. Παρόλο που ο αφηγητής παραχωρεί το λόγο και σε άλλα πρόσωπα του κειμένου, με παρεμβολή ευθέος λόγου (η ευχαρίστηση της Τουρκάλας, τα λόγια της γιαγιάς, του σπιτονοικοκύρη, της γριάς γειτόνισσας και εκείνου που αναφωνεί “η τουρκάλα”), πρόκειται μόνο για περιστασιακές αναφορές που επιδιώκουν τη ζωντάνια και την παραστατικότητα
. Οι εκφραστικοί τρόποι :Οι εικόνες: Της γυναίκας, του σπιτιού, της αυλής, τη ς συκομουριάς, του ψηφιδωτού, του βομβαρδισμένου σπιτιού, των δύο πολυκατοικιών. Οι αντιθέσεις: Ο παλιός και ο νέος κόσμος, η ζεστασιά των ανθρώπινων σχέσεων και η επιφύλαξη, το καλαίσθητο και το ακαλαίσθητο
Η γλώσσα και το ύφος Γλώσσα: καθημερινή, απέριττη, απλή και ανεπιτήδευτη, με πεζολογικά στοιχεία .Ύφος: απουσία μελοδραματισμού, ποιητική ελλειπτικότητα, ελεγχόμενη συναισθηματική φόρτιση.
 Το ιστορικό υλικό  Ο Κεμάλ  Ατατούρκ  Η Μικρασιατική Καταστροφή Η Συνθήκη της Λοζάννης κι η ανταλλαγή πληθυσμών  Ο πόλεμος του ‘40l Η αστικοποίηση και αντιπαροχή των δεκαετιών ’60-’70(η ύδρευση των πόλεων και η εγκατάλειψη των πηγαδιών, η ανέγερση πολυκατοικιών, το γκρέμισμα των αρχοντόσπιτων κλπ).Το βιωματικό στοιχείο  Το δράμα του βίαιου ξεριζωμού και της ανταλλαγής πληθυσμών, ο πόνος και τα βάσανα
της προσφυγιάς, η λαχτάρα για τις χαμένες πατρίδες, ο νόστος παρουσιάζονται ως βιώματα και των δύο πλευρών, Ελλήνων και Τούρκων.

Παράλληλοκείμενο

Κυριάκου Χαραλαμπίδη

ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ Στον Κυριάκο Πλησή
 ΝΑ ΙΔΩ ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ
 ζύγωσα και πούθετο χώμα μου κρατά. Μπήκα και στάθηκα στο σπίτι τ' αλμυρό, σιμά σε λάκκο. Μια μαντιλοδεμένη μου 'φερε νερό ,μου πρόσφερε γλυκό . ευχαριστώ την. Έκοψε και καρπούς από τον Κήπο του ποθητού σπιτιού μου, φρούτα λαμπερά ό,τι λογής, διάχυτα με χείλη πραγματικά και μέλη εμποτισμένα στην καλοσύνη τής χαράς αντιδωρήματα. Της είπα ευχαριστώ, αναθάρρησα και ζήτησα το σπίτι μου να ιδώ, αν επιτρέπεται.« Και βέβαια επιτρέπεται », μου λέει -« μπορείς να 'ρθείς και στην κρεβατοκάμαρα ».Μπαίνω, θωρώ τη μάνα μου στον τοίχο
να με κοιτάει από 'να κάδρο. Αφήνω την εντροπή και γύρεψα να πάρω τη μάνα μου ο δόλιος απ' την Τροία.« Πάρτηνε », λέει αυτή σαν καλογέλαστη,« τι να την κάνω τώρα πια που ξέρω;  Να πούμε την αλήθεια, τη νομίσαμε ηθοποιό με κείνη την κοτσίδα και τα λουλούδια γύρω της και με τη χάρη που την ομπρέλα της κρατεί». Άξιζε βέβαια να προσθέσει και το χέριπου γαντοφορεμένο, ραδινό σε καναπέ ακουμπούσε . αλλά τι περιμένεις ;Σάμπως γνωρίζει πόσοι αιώνες κύλησαν ίσαμε που να φτάσουμε στη σύνταξη γλυκού του κουταλιού; μεγάλο θέμα. Πάλι καλά πού μ' άφησε και μπήκα στο σπίτι μου το πατρικό η γυναίκα. Μη συνεχίσουμε άλλο και αγριέψει. Το μόνο που εύχομαι: από καιρού εις καιρό να 'χω την άδειά της να ξανάβλεπα την όψη τη γλυκιά του ποθητού μου.




Δεν υπάρχουν σχόλια: