AΠΟ ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ
ΑΝΆΛΥΣΗ ΑΠΌ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝΑ ΜΟΙΡΑ
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Το μοιρολόγι της φώκιας
Οι τρόποι της αφήγησης
Στο διήγημα χρησιμοποιούνται τα λιγότερα τεχνικά μέσα: η περιγραφή και ο ελάχιστος μονόλογος της γερόντισσας. Η περιγραφή είναι ρεαλιστική, θηρεύει ψυχρά την παραμικρή λεπτομέρεια.
Η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο. Από τις λίγες φορές που ο Παπαδιαμάντης αποφεύγει με επιμέλεια οποιαδήποτε προσωπική επέμβαση με την παρεμβολή προσωπικών σχολίων. Η επιδίωξη της αντικειμενικότητας με την τριτοπρόσωπη αφήγηση (αφήγηση με μηδενική εστίαση) δημιουργεί βαθύτερη εντύπωση και μεγαλύτερη υποβολή στον αναγνώστη.
Ο ΧΡΟΝΟΣ
Τα γεγονότα ξετυλίγονται στην αφήγηση με τη φυσική τους χρονολογική σειρά, το ένα μετά το άλλο, όπως διαδραματίστηκαν στην ιστορία (γραμμική χρονική σειρά). Αναδρομική αφήγηση έχουμε στην αναδρομή της γριάς Λούκαινας στο παρελθόν της οικογένειας της.
Ο χρόνος του διηγήματος, ο μετά την ημέρα και ο πριν από την νύχτα, στο σημείο που παλεύει το φως με το σκοτάδι, η αμφιλύκη, συντελεί στη δημιουργία κατάλληλης ατμόσφαιρας, γιατί η νύχτα είναι ώρα θανάτου, όχι ζωής. Επίσης το σκοτάδι στάθηκε η αφορμή να χάσει τον προσανατολισμό της η Ακριβούλα. Η αμφιλύκη φέρνει στοιχεία συντελεσμένου θανάτου, στοιχεία παγίδευσης της ζωής. Ο τόπος της ξένοιαστης χαράς μεταστοιχειώθηκε στ τόπο μυστηριακής γοητείας, τόπος κινδύνου, τόπος θανάτου, μόλις άρχισε να αποσύρεται το φως.
Ο ΧΩΡΟΣ
Όπως συμβαίνει πάντα στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη ο χώρος είναι και εδώ συγκεκριμένος: όχι κάποια ακρογιαλιά, κάτω από κάποιο γκρεμό, αλλά «κάτω από τον κρημνόν … ονομάζουν «το Κοχύλι». Ένα μικρό αλώνι της Σκιάθου, όπου παίζεται το δράμα των ηρώων, των ανθρώπων γενικότερα. Συγκεκριμένος και ο χρόνος, όχι απλώς ηλιοβασίλεμα, αλλά " θάμβος του ηλίου".
Είναι χαρακτηριστική η επιμονή με την οποία περιγράφεται η κάθοδος. Kάθοδο στον Άδη ζωγραφίζει ο Παπαδιαμάντης εδώ με τις φράσεις: Κάτω από τον κρημνόν, κατέρχεται το μονοπάτι, κατέβαινε η γριά Λούκαινα, κατέβαινε του κατήφορο…
Γιατί μας κατεβάζει εκεί ο Παπαδιαμάντης; Όχι για να δούμε το Κοχύλι, ή το ειδυλλιακό τοπίο, αλλά πρόθεσή του είναι να μας δείξει το αλώνι του Χάρου, τον κήπο της φθοράς με τα ασβεστωμένα μνήματα → δημιουργεί ατμόσφαιρα που συνάδει με το τραγικό περιστατικό του πνιγμού ( ο αναγνώστης προετοιμάζεται ψυχολογικά για το τραγικό συμβάν).
Το απόκρημνο, το δύσβατο μέρος του δυστυχήματος συντελεί στην εξέλιξη της πλοκής, αφού θα γίνει αιτία να χάσει το δρόμο η ηρωίδα.
Στοιχείο συντελεσμένου θανάτου είναι το «αλώνι του χάρου», το κοιμητήρι, του οποίου « οι ασβεστωμένοι τάφοι εφωσφόρησαν στο δυσμικό φως.»
ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
Ο ρεαλισμός του διηγήματος υπερβαίνεται με τον παράλογο του θρήνου της φώκιας για τη μικρή Ακριβούλα. Κατόρθωσε ο συγγραφέας να αποκρύψει την προσωπική του συγκίνηση. Η σύζευξη εδώ της σκληρής πραγματικότητας μ’ ένα στοιχείο φανταστικό ποιητικό μετριάζει το αφόρητο κλίμα που δημιούργησε η ρεαλιστική περιγραφή. Η ευρηματική παρεμβολή της φώκιας πετυχαίνει την κάθαρση του θυμικού. Αυτή η ακροβασία του Παπαδιαμάντη ανάμεσα στο ρεαλισμό και το λυρισμό είναι από τα μυστικά της μαγείας του.
Το μοτίβο της ζωής και το μοτίβο του θανάτου:
Κυριαρχούν εικόνες χαρούμενες και πένθιμες που συνθέτουν δύο βασικά μοτίβα, το μοτίβο της ζωής και το μοτίβο του θανάτου. Χρησιμοποιούμε τον όρο μοτίβο γιατί μέσα στο διήγημα η ζωή και ο θάνατος βρίσκουν τελικά την οριστική τους έκφραση με μέσα μουσικά : μοιρολόγι και τη φλογέρα.
Αυτά τα μοτίβα δεν παρουσιάζονται παρατακτικά, δηλαδή πρώτα το ένα – ύστερα το άλλο, αλλά μπαίνουν σχεδόν ταυτόχρονα στο διήγημα, αδύνατα στην αρχή, ύστερα δυναμώνουν και κορυφώνονται στον πνιγμό της Ακριβούλας.
Μοτίβο θανάτου: μνημούρια → δένονται με το πένθιμο μοιρολόγι, τα μνημούρια – στοιχείο συντελεσμένου θανάτου → γίνονται έπειτα «κήπος της φθοράς» και «αλώνι του χάρου».
Μοτίβο ζωής: τα μαγκόπαιδα που έπαιζαν, η ειδυλλιακή σκηνή του βοσκού με τη φλογέρα
Ο διάλογος ανάμεσα στα δύο μοτίβα βρίσκει την τέλεια έκφρασή του στην αντιπαράθεση του μοιρολογιού της γριάς Λούκαινας και της φλογέρας του βοσκού.
Ο λειτουργικός ρόλος της γολέτας και της φώκιας
Στην αρχή της β’ ενότητας εμφανίζεται η γολέτα με πανιά που δεν φούσκωναν∙ υποβάλλει ένα αίσθημα ανήσυχης αναμονής, που την προετοίμασε κιόλας η δύση του ήλιου. Η άπνοια που επικρατούσε είναι καθοριστικό στοιχείο για τη σκηνή του πνιγμού, ώστε να ακουστεί ο πλαταγισμός. Η γολέτα παγιδεύεται και αυτή στο λιμάνι και προσημαίνει την αντίστοιχη παγίδευση της Ακριβούλας.
Σ’ αυτή τη σύντομη παύση ξεμυτίζει κι η φώκια, αυτό το ευαίσθητο πλάσμα, το όχι ανθρώπινο, που ακούει και τους δύο ήχους: «το σιγαλό μοιρολόι της γριάς» και «τον θορυβώδη αυλό του μικρού βοσκού». Γοητεύεται κι αυτή από τη φλογέρα και λικνίζεται στο κύμα. Θα την ξανασυναντήσουμε στο τέλος του διηγήματος. Η παρουσία της γίνεται για λόγους «τεχνικούς» θα λέγαμε για να μην αιφνιδιάσει στο τέλος σαν ένας από μηχανής θεός.
Στοιχεία γοητείας και παγίδευσης της ζωής της Ακριβούλας
Το στοιχείο της γοητείας που είναι ταυτοχρόνως και στοιχείο ολέθρου, με το οποίο παγιδεύονται τα πλάσματα.
· Η σαγηνευτική μουσική υψώθηκε γλυκύφθογγη και γοήτευσε το κορίτσι. Και έσυρε προς το κρυφό κέντρο της ανύποπτη και καταγοητευμένη την Ακριβούλα. Γιατί η γοητεία υπόσχεται πάντοτε τη διαφυγή προς την ευδοκία, την ανύπαρκτη στον κόσμο της καθημερινότητας και τη ζητούμενη από τους ανθρώπους. Μόνον αυτή είδε τον κρυμμένο νεαρό βοσκό να παίζει το σουραύλι του και σαγηνεύτηκε. Το είδε διότι μόνο σ’ αυτή την αθώα κόρη θα μπορούσε να ασκηθεί η γοητεία μέχρι τα έσχατα. Η αθωότητα της Ακριβούλας οδηγεί στη σύγχυση του ονείρου με την πραγματικότητα.
· Παγιδεύτηκε και από το σκοτάδι.
· Παγιδεύτηκε και από τους βράχους, που ενώ την ημέρα είναι βέβαιοι και ασφαλείς με το σκοτάδι γίνονται ασαφείς και αβέβαιοι και ανασφαλείς. Η Ακριβούλα χάθηκε μέσα στην ασάφεια του σκοτεινιασμένου τοπίου, στην αμφισημία της γοητείας και γκρεμίστηκε.
· Ο θόρυβος του αυλού έκανε να μην ακουστεί η κραυγή
· Η παρερμηνεία από τη γριά Λούκαινα του πλαταγισμού.
· Η περιγραφή της εικόνας του πνιγμού της Ακριβούλας και η λειτουργία της στο διήγημα.
Το ξεστράτισμα του άπειρου παιδιού και η πτώση του έρχεται γρήγορα, φυσικά και απλά. Καμία κορώνα στη κορύφωση του δράματος. Τον πλαταγισμό τον ακούνε τα άλλα πρόσωπα, αλλά δεν υποψιάζονται. Ο βοσκός αφοσιωμένος στη φλογέρα του δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία της Ακριβούλας. Και η γριά Λούκαινα νομίζει πώς είναι ο βοσκός που πετά πέτρες στο γιαλό. Τα λόγια της γριάς Λούκαινας παίρνουν για τον αναγνώστη, που ξέρει περισσότερα, το βάρος τραγικής ειρωνείας.
Πίσω από τις λέξεις
Ύστερα από τον θάνατο του παιδιού ο κόσμος συνεχίζει την αέναη κίνησή του: η γριά συνεχίζει το μονοπάτι της, ο βοσκός το σουραύλι, η γολέτα με τις βόλτες της. Ο κόσμος συνεχίζει την κίνησή του με τη διπλή του υπόσταση του άσπρου – μαύρου. Οι άνθρωποι δεν υποψιάζονται την άβυσσο που ανοίγεται δίπλα τους, είτε γιατί παραμένουν στην ειδυλλιακή επιφάνεια, όπως ο βοσκός, είτε γιατί δεν μπορούν να συλλάβουν το μέγεθος της ανθρώπινης συμφοράς, ακόμα κι όταν την έχουν δοκιμάσει, όπως η γριά Λούκαινα.
Ενώ ο θάνατος καραδοκεί δίπλα μας και αφαιρεί τη ζωή από άλλους, η ζωή συνεχίζεται για μας σαν να μη συνέβηκε τίποτα. Ο θάνατος παρουσιάζεται σαν μοίρα προσωπική. Η γριά Λούκαινα και ο βοσκός τόσο κοντά στο ατύχημα είναι εντελώς ανίδεα.
Το διήγημα αρχίζει με μοιρολόγι (της γριάς Λούκαινας) και τελειώνει με μοιρολόγι (της φώκιας). Το μοιρολόι της γριάς είναι για θανάτους που συντελέστηκαν, σε χρόνια περασμένα, φθάνουν στον αναγνώστη σαν αριθμοί αποδυναμωμένοι. Ο άδικος θάνατός της Ακριβούλας, που συντελέστηκε μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, δεν μπορεί να γίνει ανθρώπινο μοιρολόι. Θα φθάσει στα αυτιά μας με μια σειρά από ενδιάμεσους: τη φώκια, το γέρο ψαρά, το συγγραφέα – ώσπου να πάρει διαμόρφωση καλλιτεχνική πια.
Η επανάληψη του ρήματος «εξηκολούθει»
Επιβάλλεται να επισημάνουμε την εξακολουθητική παρουσία του ρήματος «εξακολουθώ» που ήδη προοικονομήθηκε με τα ρήματα παραπάνω και συνεχίζεται στα «ακόμη μοιρολογά» και «σαν να’χαν ποτέ τελειωμό…» Η επανάληψη δείχνει ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν ανυποψίαστοι τις ασχολίες τους. Όλοι οι εναπομείναντες συνεχίζουν να είναι απορροφημένοι στις ταλαιπωρίες και στα βάσανα της ζωής. Η ζωή επιβάλλεται να συνεχιστεί.
Τα πρόσωπα
Η μορφή της γριάς Λούκαινας
Στοιχείο συντελεσμένου θανάτου είναι η παρουσία της γριάς Λούκαινας. Η γριά Λούκαινα έθαψε τα πέντε παιδιά της, αποτελεί τον ενσαρκωμένο σπαραγμό, ο οποίος φανερώνεται με το ασταμάτητο μοιρολόγι το μόνο τραγούδι της ερειπωμένης ζωής της. Είναι μια λαϊκή γυναίκα, φτωχή και βασανισμένη, που δέχεται σ’ όλη της τη ζωή βαριά πλήγματα, χωρίς η ίδια να τα προκαλέσει. Η Λούκαινα είναι παρουσία υπαρκτή δεν είναι από σκέψη, από φαντασία, είναι από την ζωή και γι’ αυτό είναι αληθινή και αξιόλογη. Είναι κάτι ανάλογο με τους τύπους των δημοτικών τραγουδιών όπου δεν ξεχωρίζουν ως καθαρά ατομικές φυσιογνωμίες. Είναι μορφή της νεοελληνικής υπαίθριας ζωής. Τέτοιες παρουσίες βρίθουν στο έργο του Παπαδιαμάντη.
Η μορφή του νεαρού βοσκού
Ο βοσκός περιγράφεται πολύ αδρά, αχνά, σα σε σκίτσο. Δε φαίνεται στο πρόσωπό του είναι ένας βοσκός (χαρακτηριστική απουσία οριστικού άρθρου), χωρίς όνομα, χωρίς βάσανα, χωρίς ιστορία, κρυμμένος. Ο κάθε αναγνώστης προσπαθεί να ανασυνθέσει τη μορφή του, να τον αναδύσει και η προσπάθεια αυτή έχει γοητεία, ασκεί υποβολή. Η ακαθόριστη φιγούρα θέλγει, ο ήχος της φλογέρας γοητεύει, η ώρα είναι μυστική. Λες και είναι γηγενής βγαίνει, χωρίς να αποκαλύπτεται, μέσα από το τοπίο. Είναι αρχέγονος, αρκαδικός.
Ακριβούλα:
Ο θάνατος του ενός είναι πάντοτε ο θάνατος του ακριβού. Και η Ακριβούλα προβαίνει ανύποπτη για την παγίδευσή της. Εδώ έχουμε την τραγωδία της Ακριβούλας, της εγγονής της χαροκαμένης γριάς, η οποία ξεκίνησε να τη συναντήσει στο ακροθαλάσσι.
Στο τέλος του διηγήματος ο «νεαρός βοσκός» του πρώτου μέρους γίνεται «ο βοσκός». Η «μία γολέτα» γίνεται «η γολέτα» Η μία φωνή γίνεται «η φωνή». Όμως η μία κόρη γίνεται στην ίδια πρόταση η Ακριβούλα.
Ο Παπαδιαμάντης μέσα από το διήγημα , με τον αυθορμητισμό και την αυθεντικότητα που χαρακτηρίζει τη γραφή του, γίνεται ο απόλυτος εκφραστής του χαροποιού πένθους, που χαρακτηρίζει τον παράξενο τρόπο των Ελλήνων. Η λύπη πάντα μπαίνει στην άκρη, για να έρθει να πει η ζωή το μεγάλο «ναι», το ατελεύτητο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου